διαπορθμεύει

διαπορθμεύει
διαπορθμεύω
carry over
pres ind mp 2nd sg
διαπορθμεύω
carry over
pres ind act 3rd sg
διαπορθμεύω
carry over
pres ind mp 2nd sg
διαπορθμεύω
carry over
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεκυοστόλος — νεκυοστόλος, ον (Α) 1. (για τον Χάρωνα) αυτός που διαπορθμεύει τους νεκρούς διά μέσου τής Στυγός 2. (για φέρετρο) αυτός με τον οποίο μεταφέρεται ο νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + στόλος (< στέλλω), πρβλ. νεκρο στόλος, ψυχο στόλος] …   Dictionary of Greek

  • πορθμέας — ο / πορθμεύς, έως, ιων. γεν. πορθμῆος, ΝΜΑ αυτός που διαπορθμεύει, που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά ανθρώπων με πορθμείο στην απέναντι όχθη ή ακτή αρχ. 1. (για τον Χάρωνα) αυτός που μετέφερε τις ψυχές τών νεκρών 2. ναύτης επιβατηγού πλοίου 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”